κατεσκληκώς

κατεσκληκώς
κατά-σκλῆναι
perf part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατεσκληκώς — υία, ός (Α κατεσκληκώς, υῑα, ός) (μτχ. παρακμ. τού άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι*) κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος …   Dictionary of Greek

  • κατασκέλλομαι — (Α) 1. γίνομαι σκελετός, ξεραίνομαι, μαραίνομαι («φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο», Αισχύλ.) 2. είμαι σκληρός ή παγωμένος 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κατεσκληκώς, υῑα, ός στρυφνός, αυστηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκέλλομαι «ξεραίνομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”